επαφίεμαι

επαφίεμαι
(AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω)
νεοελλ.
εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου»)
αρχ.-μσν.
1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί
2. αφήνω κάτι να καλυφθεί
3. ρίχνω εναντίον κάποιου, εξακοντίζω («ἐπαφῆκε αὐτῷ κεραμίδα», Πλούτ.)
4. χύνω σε κάποιον κάτι
μσν.
1. εγκαταλείπω
2. χύνω δάκρυα
3. προφέρω, εκφέρω
4. αφήνω στους μεταγενέστερους ως παράδειγμα
αρχ.
1. απολύω εναντίον («παρεσκευάζετο ὡς τοὺς ἐλέφαντας ἐπαφήσων σφίσιν», Παυσ.)
2. αφήνω τα ζώα ελεύθερα να βοσκήσουν
3. αναδίδω, βγάζω έξω, εκπέμπω («φωνὴν ἐπαφίησιν», Αριστοτ.)
4. αποφεύγω να αγγίξω
5. (για υγρά) αφήνω, επιτρέπω να τρέξει, να χυθεί σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφίεμαι «αφήνω να φύγει, διώχνω». Με τη νεοελλ. σημασία η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Κ. Ν. Κωστή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαφίεμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… …   Dictionary of Greek

  • εφησυχάζω — (ΑΜ ἐφησυχάζω) [ἡσυχάζω] αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω νεοελλ. 1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι 2. αμελώ, παραμελώ νεοελλ. μσν. ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν ανησυχώ μσν. αποσύρομαι σε μονή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”